- περίχωρος
- -η, -ο / περίχωρος, -ον, ΝΜΑ(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περίχωρατα μέρη γύρω από έναν τόπο και κυρίως οι μικροί οικισμοί γύρω από πόληαρχ.1. (για πράγμ. και πρόσ.) αυτός που βρίσκεται γύρω από έναν τόπο, ο γειτονικός, ο γείτονας («πάντας δὲ τοὺς περιχώρους ἔχοντες συμμάχους», Δημοσθ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περίχωροςη γύρω χώρα, η περιοχή («πᾱσαν τὴν περίχωρον τοῡ Ἰορδάνου», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χῶρος].
Dictionary of Greek. 2013.