περίχωρος

περίχωρος
-η, -ο / περίχωρος, -ον, ΝΜΑ
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περίχωρα
τα μέρη γύρω από έναν τόπο και κυρίως οι μικροί οικισμοί γύρω από πόλη
αρχ.
1. (για πράγμ. και πρόσ.) αυτός που βρίσκεται γύρω από έναν τόπο, ο γειτονικός, ο γείτονας («πάντας δὲ τοὺς περιχώρους ἔχοντες συμμάχους», Δημοσθ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περίχωρος
η γύρω χώρα, η περιοχή («πᾱσαν τὴν περίχωρον τοῡ Ἰορδάνου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χῶρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίχωρος — round about a place masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίχωρον — περίχωρος round about a place masc/fem acc sg περίχωρος round about a place neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχώροις — περίχωρος round about a place masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχώρου — περίχωρος round about a place masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχώρους — περίχωρος round about a place masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχώρων — περίχωρος round about a place masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχώρῳ — περίχωρος round about a place masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίχωρα — περίχωρος round about a place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίχωροι — περίχωρος round about a place masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχώριος — ον, Α [περίχωρος] ο περίχωρος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”